φιδωτός

φιδωτός
η , ό змеевидный, извилистый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φιδωτός" в других словарях:

  • φιδωτός — και φειδωτός, ή, ό, Ν οφιοειδής, ελικοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. ωτος (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • φιδωτός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με φίδι. 2. (για δρόμους, ποτάμια κτλ.), ο ελικοειδής, ο κυματοειδής, που σχηματίζει κορδέλες, που πάει ζικ ζακ: Απ το φιδωτό δρόμο ανεβήκαμε στην κορυφή του βουνού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φειδωτός — ή, ό, Ν (στην ποίηση) βλ. φιδωτός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»